κρότωνας

κρότωνας
ο (Α κρότων, -ωνος και κροτών, -ώνος)
άκαρι, τσιμπούρι που παρισιτεί κυρίως στον σκύλο
νεοελλ.
βοτ. α) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ευφορβιώδη
β) κοινή ονομασία τού φυτού Codiaeum variegatum τού γένους κοδίαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. να συνδέεται μορφολογικά με τον τ. κρότος, όχι όμως σημασιολογικά. Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται πιθ. σε IE *kret- (βλ. κράτος). Η λ. ως διεθνής επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια πρβλ. αγγλ. croton < νεολατ. croton < κρότων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κρότωνας — ο όνομα αρχαίας ελληνικής πόλης της ΝΑ Ιταλίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κρότωνας — Κρότων masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Crotona — Saltar a navegación, búsqueda Crotona Escudo …   Wikipedia Español

  • κροτωνικός — ή, ό [κρότων] αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με το φυτό κρότωνας …   Dictionary of Greek

  • κροτωνοειδής — κροτωνοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με το φυτό κρότωνας («τοῡ κροτωνοειδέος τήν ῥίζαν δίδου πίνειν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κροτών + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • κροτωνοφόρος — κροτωνοφόρος, ον (Α) (για γη) αυτή που παράγει τα φυτά τού γένους κρότωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροτών + συνδετικό φωνήεν ο + φόρος (< φέρω), πρβλ. κωνοφόρος, οπωρο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • κροτώνειος — και κροτώνιος α, ο [κρότων] αυτός που παράγεται ή εξάγεται από το φυτό κρότωνας …   Dictionary of Greek

  • κυνοραιστής — και κυνορ(ρ)αίστης και κυνοραϊστής, ο (Α κυνοραιστής, οῡ) παράσιτο τών σκύλων, κρότωνας, τσιμπούρι («ἔνθα κύων κεῑτ Ἄργος ἐνίπλειος κυνοραιστέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ρ(ρ)αίστης / ρ(ρ)αϊστής (< ραίω «συντρίβω, καταστρέφω») πρβλ …   Dictionary of Greek

  • Μελισσηνός — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών της βυζαντινής περιόδου. 1. Μιχαήλ (8ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Ήταν γιος του άρχοντα της Κωνσταντινούπολης Μ. και οπαδός των μεταρρυθμίσεων. Το 766 ανέλαβε τη διοίκηση του θέματος των Ανατολικών και κατεδίωξε …   Dictionary of Greek

  • τσιμπούρι — τσιμπούρι, το και τσιμούρι, το 1. το έντομο «κρότωνας», παράσιτο του δέρματος των ζώων (και κυρίως του σκύλου). 2. μτφ., άνθρωπος πολύ ενοχλητικός και φορτικός: Μου γινε τσιμπούρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”